Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μήπως
1 εγγραφή
μήπως [mípos] σύνδ. διστ. : λειτουργεί και ως διστακτικό επίρρημα σε ευθείες ερωτήσεις. I. εισάγει ερωτηματικές προτάσεις. 1. (συχνά ~ τυχόν) σε ευθείες ερωτήσεις, για να δηλώσει ο ομιλητής την απορία του για κτ. που πιθανόν να συμβαίνει: ~ σε μάλωσε κανείς; ~ τυχόν γύρισε; ~ τηλεφώνησε κανείς όσο έλειπα; ~ είναι ακόμη στο γραφείο; ~ ενοχλώ; Πριν από σας ~ τυχόν πέρασε κανείς άλλος; Yπάρχουν ~ επίσημα στοιχεία; Πώς τιμωρήθηκε, με επίπληξη ~ ή (~) με αποβολή; ~ κοιμήθηκες και δεν τους άκουσες που ήρθαν; 2. ~ / ~ (και), σε πλάγιες ερωτήσεις· αν: Ρώτησέ τους ~ (και) θέλουν τίποτε. Aναρωτιέμαι ~ (και) ήμουν εγώ τελικά η αιτία για όλα αυτά. Φρόντισε να μάθεις ~ χρειάζονται επιπλέον στοιχεία και δε μας το λένε, και μήπως γι΄ αυτό δε μας το λένε. 3. σε ρητορικές ερωτήσεις εισάγει καταφατική ή αποφατική πρόταση που ισοδυναμεί αντίστοιχα με έντονη άρνηση ή κατάφαση: ~ κι εγώ το ήθελα;, κι εγώ καθόλου δεν το ήθελα. ~ διάβασε, για να πετύχει;, δε διάβασε καθόλου. ~ δεν του το είπαμε;, του το είπαμε πολλές φορές. ~ δεν το ξέρω;, το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα. II. εισάγει δευτερεύουσες ενδοιαστικές προτάσεις: 1. ύστερα από ρήματα ή από εκφράσεις που εκφράζουν φόβο, ανησυχία κτλ.: Φοβόταν ~ τον πιάσουν. Aνησυχούσε ~ φύγει και δεν τον ξαναδούν, και μήπως δεν τον ξαναδούν. Δεν το πήρε μαζί του από φόβο ~ και το χάσει. 2. ανεξάρτητα, για να εκφράσει την ανησυχία, το φόβο, την έγνοια, τη λαχτάρα κτλ. του ομιλητή: ~ έχει παρενέργειες αυτό το φάρμακο; Γιατί άργησαν; ~ έπαθαν τίποτε; Όλη η μέρα περνάει με αγωνία: ~ το ένα ~ το άλλο, δεν μπορώ να ησυχάσω. Aς κάνουμε την προσευχή μας, ~ και μας λυπηθεί ο Θεός. || απόλυτα, στο τέλος πρότασης: Λες να μην πήγε ακόμη στην τράπεζα; Λέω, ~. III. (ως ουσ.) το μήπως: Xιλιάδες ~ ταράζουν την ηρεμία του.

[αρχ. μή πως, μήπως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες