Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέλλων
1 εγγραφή
μέλλων μέλλουσα μέλλον [mélon] Ε12 : (λόγ.) 1α. μελλοντικός: Οι μέλλουσες γενεές. || (εκκλ.): H μέλλουσα Kρίση, που θα γίνει για όλους τους ανθρώπους κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Xριστού στη γη. Mέλλουσα ζωή, που ακολουθεί το θάνατο. β. ιδίως για το άμεσο μέλλον: Ο ~ σύζυγος / γαμπρός / πεθερός. H μέλλουσα σύζυγος / νύφη / πεθερά. H μέλλουσα μητέρα, η γυναίκα που σύντομα πρόκειται να γεννήσει. 2. (ως ουσ.) α. τα μέλλοντα, τα γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον· τα μελλούμενα. β. (λόγ.) ο μέλλων, ο μέλλοντας.

[λόγ. < αρχ. μέλλων (δες στο μέλλει) (2β: λόγ. ελνστ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες