Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λύχνος
2 εγγραφές [1 - 2]
λύχνος ο [líxnos] Ο18 : (λόγ.) το λυχνάρι.

[λόγ. < αρχ. λύχνος]

λυχνοστάτης ο [lixnostátis] Ο10 : στήριγμα πάνω στο οποίο τοποθετείται το λυχνάρι.

[λόγ. < αρχ. λυχνοστάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες