Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λύτρωση
1 item total
λύτρωση η [lítrosi] Ο33 : η απαλλαγή από βάσανα, δεινά, συμφορές· λυτρωμός: H ~ της ψυχής από όσα τη βαραίνουν.

[λόγ. < ελνστ. λύτρω(σις) `εξαγορά, απαλλαγή από υποχρέωση΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go