Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λόγγος ο [lóŋgos] Ο18 : πυκνό θαμνώδες δάσος: Zώα του βουνού και του λόγγου.
[μσν. λόγγος < σλαβ. log(ŭ) -ος]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[μσν. λόγγος < σλαβ. log(ŭ) -ος]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |