Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λουλάς
1 item total
λουλάς ο [lulás] Ο1 : το μέρος του ναργιλέ όπου τοποθετούνται: α. ο καπνός και τα κάρβουνα των καπνιστών. β. το χασίσι ή το όπιο και τα κάρβουνα των ναρκομανών. ΦΡ άρτζι μπούρτζι και ~, χωρίς τάξη ή λογική συνοχή, ανάκατα, φύρδην μίγδην: Είναι / γίνεται κτ. άρτζι μπούρτζι και ~.

[τουρκ. lûl(e) -άς από τα περσ. (αλλ. [e > a] ;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go