Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λογοδιάρροια
1 item total
λογοδιάρροια η [loγoδiária] Ο27 : υπερβολική, ακατάσχετη φλυαρία: Tον έπιασε ~ και δε σταμάτησε να μιλάει ούτε στιγμή.

[λόγ. < ελνστ. λογοδιάρροια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go