Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λινός -ή -ό [linós] Ε1 : 1. (για υφάσματα και ενδύματα) που είναι κατασκευασμένος από νήματα λιναριού: Λινό πουκάμισο / σεντόνι / κοστούμι. 2. (ως ουσ.) α. το λινό, το ύφασμα και το ένδυμα από λινάρι: Δύο τόπια λινό. Tο καλοκαίρι φοριούνται τα λινά. β. τα λινά, ενισχυτικό πλέγμα στα λάστιχα των αυτοκινήτων.
[μσν. λινός < αρχ. λιν(οῦς) μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ.]