Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λιμοκτονία η [limoktonía] Ο25 : 1. θάνατος από έλλειψη τροφής, από ασιτία. 2. παρατεταμένη στέρηση τροφής ή των αναγκαίων, εξαιτίας μεγάλης φτώχειας, ανέχειας.
[λόγ. < αρχ. λιμοκτονία `θεραπεία με αποχή από τροφή΄ κατά τη σημ. της λ. λιμοκτονώ]



