Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λιγοστός
1 item total
λιγοστός -ή -ό [liγostós] Ε1 : σχετικά λίγος, ολιγάριθμος, περιορισμένος. ANT πολύς: Λιγοστές οι πιθανότητες επιτυχίας. Ήρθαν λιγοστοί άνθρωποι στην εκδήλωση. Λιγοστό φως έμπαινε στο σπίτι.

[μσν. (ο)λιγοστός (αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο) < αρχ. ὀλιγοστός `μικρού αριθμού΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go