Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λιακάδα
1 item total
λιακάδα η [lakáδa] Ο26 : (κυρ. για ανοιξιάτικες, φθινοπωρινές ή χειμωνιάτικες μέρες με ήλιο) το φως, η θερμότητα και η θαλπωρή του ήλιου: Aυτές τις μέρες έκανε υπέροχες λιακάδες. Έλα να κάτσουμε στη ~, να ζεσταθούμε. M΄ αρέσει να πίνω το καφεδάκι μου καθισμένος στη ~.

[λιακ(ό) `εξώστης΄ (< μσν. ηλιακόν δες στο λιακωτό με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) -άδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go