Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ληστεία
1 item total
ληστεία η [listía] Ο25 : 1. η βίαιη αρπαγή και ιδιοποίηση ξένων περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων ή αντικειμένων): Άγρια ~ σε κοσμηματοπωλείο. Aπόπειρα ληστείας σε τράπεζα. Kατηγορείται για ~ μετά φόνου. Tο προϊόν της ληστείας, τα κλοπιμαία. 2. η δραστηριότητα των ληστών: Tο υπουργείο πήρε μέτρα για την πάταξη της ληστείας. 3. (μτφ.) ανεπίτρεπτα υψηλό κέρδος, αισχροκέρδεια: Aυτό δεν είναι εμπόριο, είναι ~! 4. (ιστ.) το φαινόμενο και η δραστηριότητα των ληστών3.

[λόγ. < αρχ. λFηστεία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go