Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λευκορωσικός
1 εγγραφή
λευκορωσικός -ή -ό [lefkorosikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Λευκορωσία ή στους Λευκορώσους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Λευκορωσική κυβέρνηση / πρωτεύουσα / γλώσσα. || (ως ουσ.) η λευκορωσική, τα λευκορωσικά, η λευκορωσική γλώσσα. λευκορωσικά ΕΠIΡΡ σε λευκορωσική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. Λευκορωσ(ία) -ικός < λευκ(ός) -ο- + Ρωσία μτφρδ. ρωσ. Byelorussiya]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες