Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεπτός
1 εγγραφή
λεπτός -ή -ό [leptós] Ε1 : I1. που έχει μικρό πάχος ή όγκο· ψιλός. ANT χοντρός: Λεπτή φέτα / σανίδα / φλούδα. Λεπτό έλασμα / ύφασμα. Ένα λεπτό στρώμα πάγου κάλυψε το δρόμο. Aγγείο με λεπτά τοιχώματα. 2α. αδύνατος, λιγνός. ANT παχύς, χοντρός: Λεπτή γυναίκα. Λεπτό σώμα. β. λεπτοκαμωμένος: Λεπτή μύτη. Λεπτά χαρακτηριστικά / δάχτυλα. Λεπτή μέση / κορμοστασιά, λυγερή. 3. που αποτελείται από πολύ μικρά κομμάτια, κόκκους ή κρυστάλλους· ψιλός. ANT χοντρός: Λεπτή άμμος / ζάχαρη / σκόνη. Λεπτό αλάτι. 4. (για υγρό) που τα μόριά του έχουν χαλαρή σύνδεση· αραιός. ANT παχύρρευστος: Λεπτό λάδι μηχανής / φαγητού. II. (μτφ.) 1. που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, φροντίδα. α. που προσβάλλεται, που βλάπτεται εύκολα, ευπαθής, εύθραυστος, αδύνατος: (για πρόσ.) ~ οργανισμός. Λεπτό στομάχι. Είναι άνθρωπος με λεπτή κράση. (για πργ.): Tο φυτό / το λουλούδι είναι λεπτό και δεν αντέχει στο κρύο. Προσοχή, γιατί τα μηχανήματα / τα όργανα αυτά είναι πολύ λεπτά. β. που απαιτεί ιδιαίτερο χειρισμό στην αντιμετώπισή του, δύσκολος: Λεπτό ζήτημα / θέμα / πρόβλημα. H θέση μου / η υπόθεση είναι λεπτή. Tο ζήτημα απαιτεί λεπτούς χειρισμούς, προσεκτικούς, διακριτικούς, επιδέξιους. 2. που δύσκολα γίνεται αντιληπτός· δυσδιάκριτος: Λεπτή απόχρωση / διαφορά / διάκριση. 3. που είναι ελαφρός ή ανεπαίσθητος και συνήθ. ευχάριστος. ANT βαρύς, έντονος: Λεπτό άρωμα. Λεπτή μυρωδιά. 4. που χαρακτηρίζεται από υψηλή ποιότητα στην κατασκευή ή στη λειτουργία· που τον διακρίνει: α. η προσοχή στη λεπτομέρεια, η δεξιοτεχνία: Ο πίνακας / το κέντημα / το ξυλόγλυπτο έχει πάνω του λεπτή δουλειά. β. η ακρίβεια, η ευαισθησία: Λεπτά μηχανήματα / όργανα. 5α. (για αισθήσεις) ευαίσθητος, οξύς: Λεπτή όσφρηση / γεύση. β. (για φωνή) ψιλός, οξύς. ANT χοντρός: Λεπτή φωνή. 6. (για ανθρώπινες ιδιότητες, εκδηλώσεις, συμπεριφορές που τις χαρακτηρίζει ανώτερη ποιότητα) α. εκλεπτυσμένος, φίνος: Λεπτό χιούμορ / πνεύμα / γούστο. Aυτή η κοπέλα έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ. Λεπτή ειρωνεία, αδιόρατη, έντεχνη. β. ευγενικός, αβρός, διακριτικός: Λεπτοί τρόποι. Λεπτό φέρσιμο. Λεπτή συμπεριφορά. Λεπτά αισθήματα. λεπτούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. λεπτούλικος -η -ο YΠΟKΟΡ. λεπτούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. λεπτά ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε πολύ ~ και διακριτικά, ευγενικά.

[λόγ. < αρχ. λεπτός· λεπτ(ός) -ούλης· λεπτούλ(ης) -ικος· λεπτ(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες