Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λεπτοδείκτης ο [leptoδíktis] Ο10 : η μεγαλύτερη από τις δύο βασικές βελόνες (δείκτες) της πλάκας του ρολογιού, αυτή που δείχνει τα πρώτα λεπτά της ώρας· (πρβ. ωροδείκτης).
[λόγ. λεπτ(όν) 2 -ο- + -δείκτης μτφρδ. γερμ. Minutenzeiger]



