Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λεπτοδείκτης
1 item total
λεπτοδείκτης ο [leptoδíktis] Ο10 : η μεγαλύτερη από τις δύο βασικές βελόνες (δείκτες) της πλάκας του ρολογιού, αυτή που δείχνει τα πρώτα λεπτά της ώρας· (πρβ. ωροδείκτης).

[λόγ. λεπτ(όν) 2 -ο- + -δείκτης μτφρδ. γερμ. Minutenzeiger]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go