Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λεπρός
1 item total
λεπρός -ή -ό [leprós] Ε1 : που πάσχει από λέπρα, από τη νόσο του Xάνσεν· χανσενικός. || (συνήθ. ως ουσ.) ο λεπρός, ο χανσενικός.

[αρχ. λεπρός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go