Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λαχούρι
1 item total
λαχούρι το [laxúri] Ο44 : 1. χαρακτηριστικό σχέδιο επάνω σε ειδικό ύφασμα: Φόρεμα / γραβάτα με λαχούρια. || το ύφασμα με αυτό το χαρακτηριστικό σχέδιο: Aγόρασε δύο μέτρα ~ για να κάνει φόρεμα. 2. λεπτό μάλλινο ή μεταξωτό ύφασμα πολυτελείας για την κατασκευή καλυμμάτων των γυναικείων ώμων (σάλι). λαχουράκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. lâhurî από τα αραβ., τοπων. Λαχώρη (πόλη της Ινδίας, σήμερα του Πακιστάν)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go