Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαχανιάζω
1 εγγραφή
λαχανιάζω [laxanázo] Ρ2.1α μππ. λαχανιασμένος : αναπνέω με δυσκολία, κυρίως ύστερα από γρήγορο βηματισμό, τρέξιμο ή ανάβαση· ασθμαίνω: Λαχάνιασα ώσπου να σε προφτάσω. Aνεβαίνω μερικά σκαλιά και ~. Άκουσα πίσω μου τη λαχανιασμένη του αναπνοή.

[μσν. *αναχανιάζω (πρβ. μσν. αχανιάζω) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και ανομ. [n-n > l-n] < συνοπτ. θ. ἀναχαν- (του ελνστ. ἀναχαίνω, αρχ. ἀναχάσκω `κρατάω το στόμα ανοιχτό΄) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες