Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαχανής -ιά -ί [laxanís] Ε8 & λαχανί [laxaní] Ε (άκλ.) : που έχει ανοιχτό πράσινο χρώμα: Aγόρασα ένα πουκαμισάκι λαχανί. Mια φούστα λαχανί. || (ως ουσ.) το λαχανί, το λαχανί χρώμα.
[λάχαν(ο) -ής· λάχαν(ο) -ί 4]