Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λαρδί
1 item total
λαρδί το [larδí] Ο43 : λίπος, κυρίως χοιρινό, που διατηρείται και καταναλώνεται παστό ή καπνιστό.

[μσν. λαρδί(ο)ν, υποκορ. του ελνστ. λάρδ(ος) (< λατ. lard(um) -ος `αλατισμένο κρέας΄) -ίον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go