Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαρδί το [larδí] Ο43 : λίπος, κυρίως χοιρινό, που διατηρείται και καταναλώνεται παστό ή καπνιστό.
[μσν. λαρδί(ο)ν, υποκορ. του ελνστ. λάρδ(ος) (< λατ. lard(um) -ος `αλατισμένο κρέας΄) -ίον]