Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λαογραφία
1 item total
λαογραφία η [laoγrafía] Ο25 : η επιστήμη που εξετάζει το λαϊκό πολιτισμό στις διάφορες εκδηλώσεις του (ήθη, έθιμα, παραδόσεις, τραγούδια, χειροτεχνήματα κ.ά.). || το αντίστοιχο μάθημα ή βιβλίο: Εξετάσεις στη ~.

[λόγ. < ελνστ. λαογραφία `απογραφή του πληθυσμού΄ σημδ. γερμ. Volks kunde]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go