Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λαογραφία η [laoγrafía] Ο25 : η επιστήμη που εξετάζει το λαϊκό πολιτισμό στις διάφορες εκδηλώσεις του (ήθη, έθιμα, παραδόσεις, τραγούδια, χειροτεχνήματα κ.ά.). || το αντίστοιχο μάθημα ή βιβλίο: Εξετάσεις στη ~.
[λόγ. < ελνστ. λαογραφία `απογραφή του πληθυσμού΄ σημδ. γερμ. Volks kunde]



