Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λανθασμένος
1 εγγραφή
λανθασμένος -η -ο [lanθazménos] Ε3 : που έχει λάθη, σφάλματα, που δεν είναι σωστός: Λανθασμένοι λογαριασμοί / υπολογισμοί / χειρισμοί. Λανθασμένες ενέργειες / κινήσεις. λανθασμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του ρ. λανθάνω (μορφολογικά σφαλερή δημιουργία με βάση το ενεστ. θ., αρχ. μππ.: λεληθώς, σύγκρ. και αλάνθαστος) μτφρδ. του νεοελλ. λαθεμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες