Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λακωνίζω
1 item total
λακωνίζω [lakonízo] Ρ2.1α : εκφράζομαι, μιλώ με συντομία και περιεκτικότητα.

[λόγ. < ελνστ. λακωνίζω, αρχ. σημ.: `μιμούμαι τους Λάκωνες΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go