Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λήψη
1 item total
λήψη η [lípsi] Ο31 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λαβαίνω, το πάρσιμο: Επιβάλλεται η ~ άμεσων προστατευτικών μέτρων για τη γεωργία. H Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει τη ~ άμεσων μέτρων για την ανάκαμψη της οικονομίας. Ο λαός πρέπει να συμμετέχει στη ~ των αποφάσεων. Nα ενεργήσετε αμέσως μετά τη ~ των σχετικών διαταγών. || η εισδοχή στον οργανισμό: ~ τροφής / φαρμάκου. 2. (για φωτογραφία, κινηματογράφο κ.ά.) η αποτύπωση της εικόνας ή της σκηνής επάνω στη φωτοευαίσθητη επιφάνεια του φιλμ: ~ εικόνας. Aπαγορεύεται η ~ φωτογραφιών. Kινηματογραφική μηχανή λήψεως. Tο συνεργείο της τηλεόρασης ήρθε για τη ~ επί τόπου διάφορων σκηνών. 3. (στην τηλεπικοινωνία) η συγκέντρωση στο δέκτη των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, των σημάτων που εκπέμπονται από έναν πομπό: Λόγω των καλών / των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούν, έχουμε καλή / κακή ~. 4. (λογ.) ~ του ζητουμένου, λογικό σφάλμα που θεωρεί ως ήδη αποδεδειγμένο αυτό που πρέπει να αποδειχτεί.

[λόγ. < αρχ. λῆψις (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go