Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λήθη
1 item total
λήθη η [líθi] Ο30 (συνήθ. εν.) : ANT μνήμη. 1. η λησμονιά, το να ξεχνάει κανείς ή να ξεχνιέται κτ.: Παραδίδω κτ. στη ~. ~ στο παρελθόν, ας ξεχαστεί το παρελθόν. Ευεργετική ~ κάλυψε τα δυσάρεστα γεγονότα. 2. (ψυχ.) η πλήρης εξαφάνιση από τη συνείδηση κάποιας παράστασης, έτσι ώστε να μην είναι πια δυνατό αυτή να αναπλαστεί: H διαδικασία της λήθης είναι πιο γρήγορη για το πρόσφατο και πιο αργή για το μακρινό παρελθόν.

[λόγ. < αρχ. λήθη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go