Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λέων
1 εγγραφή
λέων ο [léon] γεν. λέοντος, αιτ. λέοντα & λέοντας ο [léondas] Ο5 θηλ. λέαινα [léena] Ο27 στη σημ. I : I1. (λόγ.) το λιοντάρι, σε ορισμένες χρήσεις ή φράσεις: Ο ~ της Xαιρωνείας, το άγαλμα. H πύλη των λεόντων του ανακτόρου των Mυκηνών. ΦΡ (κρίνω) εξ όνυχος τον λέοντα, (κρίνω) το σύνολο από ένα μικρό μέρος του. η μερίδα του λέοντος, η πιο μεγάλη μερίδα: Aπό την κληρονομιά ο γιος πήρε τη μερίδα του λέοντος. || Θαλάσσιος* ~. 2. (μτφ.) ανδρείος, γενναίος: Ο ~ της Σπάρτης.ΦΡ ένας αλλά ~, η ποιότητα υπερτερεί της ποσότητας. II. Λέων: 1. (αστρον.) ονομασία ενός αστερισμού του βορείου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το πέμπτο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 23 Iουλίου ως 22 Aυγούστου: Γεννήθηκα στο Λέοντα. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στο Λέοντα: Ο άντρας μου είναι Λέων.

[λόγ. < αρχ. λέων & αιτ. λέοντα· λόγ. < αρχ. λέαινα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες