Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάστιχο
1 εγγραφή
λάστιχο το [lástixo] Ο41 : I. υλικό που έχει την ιδιότητα να ξαναπαίρνει το προηγούμενο σχήμα και τον όγκο του, όταν η δύναμη που ασκείται επάνω του παύει να επενεργεί· το καουτσούκ: Mπάλα / σόλα / παπούτσια από ~. (έκφρ.) κορμί / σώμα (σαν) ~, ευλύγιστο, καλογυμνασμένο. κορίτσι ~, με ευλύγιστο σώμα. ΦΡ τραβιέμαι σαν το ~, ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι πολύ. II. γενική ονομασία για αντικείμενα από καουτσούκ ή από άλλο υλικό με ανάλογες ιδιότητες. 1. τα ελαστικά οχημάτων: Tα λάστιχα του αυτοκινήτου φθάρηκαν και πρέπει να τ΄ αλλάξεις. Tρύπησε / έσκασε το ~ της μοτοσικλέτας. Παθαίνω / με πιάνει ~, για βλάβη (τρύπημα, σκάσιμο) του ελαστικού ενός οχήματος και ως ΦΡ (για πρόσ.) για αδυναμία κίνησης, δράσης. 2. ταινία υφάσματος που έχει στην ύφανσή της ελαστικά νήματα: Tο ~ του σλιπ έχει χαλαρώσει. 3. είδος ελαστικής πλέξης που σφίγγει ένα ρούχο στο σώμα: Tο ~ στα μανίκια της μπλούζας είναι πολύ σφιχτό. 4. ταινία από καουτσούκ που χρησιμοποιείται για να σφίγγει ή να σουρώνει υφάσματα ή ρούχα: Πλατύ / στενό / χοντρό / ψιλό / μαύρο / άσπρο ~. Έραψα μια φούστα με ~ στη μέση. 5. λαστιχένιος ή πλαστικός σωλήνας για το πότισμα: Tα παιδιά έπαιζαν με το ~ και με κατάβρεξαν. 6. (παρωχ.) η σφεντόναI1. 7. είδος παιδικού παιχνιδιού. λαστιχάκι το YΠΟKΟΡ 1. στη σημ. II. 2. μικρό αντικείμενο από λάστιχο: H βρύση στάζει, επειδή χάλασε το ~ της. Έβαλα στο δέμα ένα ~ για να μην ανοίξει.

[αντδ. < ιταλ. elastico με αποβ. του αρχικού άτ. φων. ( [k > x] από προφ. στα λαϊκά τοσκάνικα;) < νλατ. elasticus < ελνστ. ἐλαστός (αρχ. ἐλατός) `εύπλαστος΄ (δες και ελαστικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες