Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάμψη
1 εγγραφή
λάμψη η [lámpsi] Ο31 : 1. η στιγμιαία ή παρατεταμένη εκπομπή ή αντανάκλαση έντονου, ζωηρού φωτός: H ~ του κεραυνού / της αστραπής / των άστρων / του ήλιου / των προβολέων / του χρυσού / του μετάλλου / της λεπίδας. H ~ του φλας της φωτογραφικής μηχανής τον τύφλωσε. Tη ~ της έκρηξης ακολούθησε φοβερός κρότος. || Tα βότσαλα, μόλις βγήκαν απ΄ τη θάλασσα, έχασαν τη ~ τους. 2. (μτφ.) α. (ως εξωτερική έκφραση συναισθηματικής κατάστασης, συνήθ. χαράς, ευτυχίας): H ~ των ματιών / του προσώπου. β. πνευματική ακτινοβολία: H ~ των ιδεών / του πνεύματος. γ. λαμπρότητα, αίγλη: H παρουσία του προσέδωσε ~ στη δεξίωση.

[ελνστ. λάμψις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες