Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κύηση η [kíisi] Ο33 : (ιατρ.) η κυοφορία στον άνθρωπο: Εξωμήτρια ~. Άδεια κυήσεως, εγκυμοσύνης.
[λόγ. < ελνστ. κύη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `σύλληψη΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. κύη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `σύλληψη΄]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |