Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κόψη η [kópsi] Ο31 : η ακμή ενός κοπτικού οργάνου, ενός εργαλείου κοπής: H ~ του σπαθιού. ΦΡ (βρίσκεται) στην ~ του ξυραφιού*.
[μσν. κόψις < κοπ- (κόβω) -σις > -ση]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[μσν. κόψις < κοπ- (κόβω) -σις > -ση]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |