Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κόσμιος
1 item total
κόσμιος -α -ο [kózmios] Ε6 λόγ. θηλ. και κοσμία : για συμπεριφορά ή εμφάνιση απόλυτα σύμφωνη προς τα κοινωνικώς αποδεκτά: Kόσμιο ντύσιμο. H εμφάνισή σας πρέπει να είναι κοσμιότερη. || ως επίσημος χαρακτηρισμός της διαγωγής των μαθητών στα σχολεία: Διαγωγή κοσμιοτάτη, εξαιρετικά καλή. Διαγωγή κοσμία, όχι τόσο καλή. κόσμια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. κόσμιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go