Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κόμμωση
1 item total
κόμμωση η [kómosi] Ο33 : ο τρόπος με τον οποίο είναι χτενισμένα τα μαλλιά· χτένισμα: Περίπλοκη / απλή ~. Οι καινούριες κομμώσεις.

[λόγ. < ελνστ. κόμμω(σις) `εξεζητημένη περιποίηση΄ -ση κατά τη σημ. του κομμωτής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go