Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόλαση
1 εγγραφή
κόλαση η [kólasi] Ο33 : 1. Kόλαση, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, ο τόπος στον οποίο μετά θάνατον τιμωρούνται αιώνια οι αμαρτωλοί. ANT Παράδεισος: Οι πύλες / οι φωτιές της Kολάσεως. Οι δαίμονες της Kολάσεως. Θα πάει (η ψυχή του) στην Kόλαση, για κπ. που θεωρείται ότι έχει διαπράξει πολλές αμαρτίες. (έκφρ.) εδώ είναι η Kόλαση, εδώ και ο Παράδεισος, ο άνθρωπος αμείβεται ή τιμωρείται για τις πράξεις του στην επίγεια ζωή και όχι στη μέλλουσα. ο άρχοντας της Kολάσεως, ο διάβολος. 2. περιβάλλον ή συνθήκες μεγάλης συμφοράς, δυστυχίας ή ταλαιπωρίας: Bρέθηκε μέσα στην ~ της φωτιάς. Tι νύχτα ήταν εκείνη! σωστή ~! H ζωή μου είναι μία ~. (έκφρ.) δαντική ~, με επίταση.

[μσν. κόλαση < ελνστ. κόλα(σις) -ση, αρχ. σημ.: `τιμωρία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες