Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κόλακας
1 item total
κόλακας ο [kólakas] Ο5 : αυτός που συστηματικά επιδίδεται σε κολακείες για να ικανοποιήσει ιδιοτελείς σκοπούς.

[αρχ. κόλαξ, αιτ. -ακα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go