Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κυρώνω
1 item total
κυρώνω [kiróno] -ομαι Ρ1 : (νομ.) καθιστώ κτ. έγκυρο, προσδίδω σε κτ. νομική ισχύ, κάνω κτ. να ισχύει: Οι νόμοι ψηφίζονται από τη βουλή και κυρώνονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

[λόγ. < αρχ. κυρ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go