Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κυριολεξία η [kirioleksía] Ο25 : η βασική, η κύρια σημασία μιας λέξης, σε αντιδιαστολή προς τη μεταφορά: Στην ~ της η λέξη θηρίο σημαίνει άγριο ζώο. Στην κατάταξη των σημασιών προηγείται η ~ και έπεται η μεταφορά. (έκφρ.) στην ~, πραγματικά, χωρίς να υπερβάλλω, κυριολεκτικά: Είναι στην ~ τρελός.
[λόγ. < ελνστ. κυριολεξία]



