Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κυριολεξία
1 item total
κυριολεξία η [kirioleksía] Ο25 : η βασική, η κύρια σημασία μιας λέξης, σε αντιδιαστολή προς τη μεταφορά: Στην ~ της η λέξη θηρίο σημαίνει άγριο ζώο. Στην κατάταξη των σημασιών προηγείται η ~ και έπεται η μεταφορά. (έκφρ.) στην ~, πραγματικά, χωρίς να υπερβάλλω, κυριολεκτικά: Είναι στην ~ τρελός.

[λόγ. < ελνστ. κυριολεξία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go