Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κυριολεκτικός
1 item total
κυριολεκτικός -ή -ό [kiriolektikós] Ε1 : που αναφέρεται στην κυριολεξία: Ποια είναι η κυριολεκτική σημασία της λέξης; κυριολεκτικά & (λόγ.) κυριολεκτικώς ΕΠIΡΡ πραγματικά, αληθινά, χωρίς να υπερβάλλω· στην κυριολεξία: Πεθαίνω ~ της πείνας.

[λόγ. < ελνστ. κυριόλεκτ(ος) `εκφρασμένος με κυριολεξία΄ -ικός· λόγ. κυριολεκτικ(ός) -ώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go