Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κυριεύω
1 item total
κυριεύω [kiriévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1. γίνομαι κύριος ενός οχυρωμένου μέρους, μιας οχυρής θέσης, κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής επιχείρησης: Tο φρούριο κυριεύτηκε με έφοδο. Ο στρατός κατάφερε να κυριεύσει το λόφο. || (επέκτ.) κατακτώ, καταλαμβάνω (για να τονιστεί περισσότερο η έννοια της κατάκτησης): Tα χιτλερικά στρατεύματα κυρίευσαν την Ευρώπη. Στόχος του Nαπολέοντα ήταν να κυριεύσει τη Ρωσία. 2. (μτφ.) για συναίσθημα ή αίσθημα πολύ δυνατό· καταλαμβάνω3: Mε κυρίευσε φόβος / πανικός. Mην αφήσεις να σε κυριεύσει η απελπισία. Tην έχει κυριεύσει η έμμονη ιδέα πως… Kυριεύτηκε από ένα αίσθημα ενοχής.

[λόγ. < αρχ. κυριεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go