Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κυριαρχώ
1 item total
κυριαρχώ [kiriarxó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. για κτ. που, επειδή είναι ισχυρότερο ή σημαντικότερο, επικρατεί έναντι των άλλων: Ήθελε να κυριαρχήσει στον κόσμο. Ο εχθρός κυριαρχούσε απόλυτα στον αέρα. H Aγγλία κυριάρχησε στη θάλασσα επί αιώνες. || H καρδιά του κυριαρχείται από το μίσος. β. έχω τον απόλυτο έλεγχο, συνήθ. για συναισθήματα: Kυριαρχεί στα πάθη / στο θυμό του. ~ στον εαυτό μου. 2. υπερέχω αριθμητικά ή από άποψη έντασης, σπουδαιότητας κτλ.: Οι άντρες κυριαρχούν σε ορισμένα επαγγέλματα. Tο πεύκο κυριαρχεί στις μεσογειακές ακτές. Στη συγκέντρωση κυριάρχησε ο ενθουσιασμός.

[λόγ.: 1: μσν. κυριαρχώ < κυρίαρχ(ος) -ώ· 2: σημδ. γαλλ. dominer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go