Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κυπραίικος
1 item total
κυπραίικος -η -ο [kipréikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) κυπριακός: Kυπραίικα κεντήματα. Kυπραίικα γαϊδούρια. || (ως ουσ.) τα κυπραίικα, η κυπριακή διάλεκτος.

[μσν. Kυπραί(ος) -ικος < η Κύπρ(ο) -αίος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go