Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κυλινδρικός
1 item total
κυλινδρικός -ή -ό [kilinδrikós] Ε1 : που έχει το σχήμα κυλίνδρου: Kυλινδρική επιφάνεια. Kυλινδρικό έμβολο. Kυλινδρικό πιεστήριο.

[λόγ. < ελνστ. κυλινδρικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go