Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κυκλώνω
1 item total
κυκλώνω [kiklóno] -ομαι Ρ1 : περικυκλώνω, σχηματίζω κλοιό γύρω από κπ. ή από κτ.: H αστυνομία κύκλωσε το τετράγωνο. Ο λόχος μας κυκλώθηκε από εχθρούς.

[μσν. κυκλώνω < αρχ. κυκλ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go