Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κυκλώνω [kiklóno] -ομαι Ρ1 : περικυκλώνω, σχηματίζω κλοιό γύρω από κπ. ή από κτ.: H αστυνομία κύκλωσε το τετράγωνο. Ο λόχος μας κυκλώθηκε από εχθρούς.
[μσν. κυκλώνω < αρχ. κυκλ(ῶ) -ώνω]



