Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κρώζω
1 item total
κρώζω [krózo] Ρ2.2α : για τον κόρακα και ορισμένα άλλα πουλιά, βγάζω φωνή, κάνω κρα κρα· κράζω. || (επέκτ.) για άνθρωπο που κραυγάζει με φωνή βραχνή, άγρια και αντιπαθητική.

[λόγ. < αρχ. κρώζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go