Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κρότος
1 item total
κρότος ο [krótos] Ο18 : 1. δυνατός και ξερός ήχος με πολύ σύντομη διάρκεια, που προέρχεται από κρούση ή σύγκρουση: Tον ξύπνησε ένας περίεργος υπόκωφος ~. 2. (μτφ.) (έκφρ.) κάνω κρότο, κάνω πάταγο2.

[αρχ. κρότος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go