Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κρόκος
2 items total [1 - 2]
κρόκος 1 ο [krókos] Ο18 : 1. γένος φυτών που περιλαμβάνει πάρα πολλά είδη, ιθαγενή της Ευρώπης και άλλων χωρών, τα οποία καλλιεργούνται για λόγους καλλωπιστικούς, και τα αποξηραμένα στίγματα των λουλουδιών τους χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική, στη μαγειρική ή ως χρωστική ουσία. 2. η ζαφορά.

[αρχ. κρόκος]

κρόκος 2 ο : το κίτρινο μέρος του αυγού.

[ελνστ. κρόκος < αρχ. κρόκος (δες κρόκος 1) από την ομοιότητα του χρώματος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go