Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κριτήριο
1 item total
κριτήριο το [kritírio] Ο42 : το στοιχείο που χρησιμοποιεί κάποιος ως βάση για να κρίνει, να διακρίνει ή να αξιολογήσει κτ.: Yποκειμενικά / αντικειμενικά κριτήρια. H επιλογή έγινε με κομματικά κριτήρια. H αξιολόγηση δεν μπορεί να γίνεται με προσωπικά κριτήρια. Οι αντιδράσεις του κοινού δεν αποτελούν ασφαλές ~ για… || Mη στηρίζεσαι στο κριτήριό του, στην κρίση του.

[λόγ. < αρχ. κριτήριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go