Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεβατοκάμαρα
1 εγγραφή
κρεβατοκάμαρα η [krevatokámara] Ο27α : το δωμάτιο του σπιτιού το οποίο προορίζεται για ύπνο: H ~ είναι απέναντι από το δωμάτιο των παιδιών. || (επέκτ.) τα έπιπλα της κρεβατοκάμαρας: H ~ είναι από μαόνι. Aγόρασα καινούρια ~.

[κρεβάτ(ι) -ο- + κάμαρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες