Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρασί
2 εγγραφές [1 - 2]
κρασί το [krasí] Ο43 : αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται από τη ζύμωση του μούστου των σταφυλιών: ~ κόκκινο / άσπρο / ροζέ. Γλυκό / μπρούσκο / ξερό ~. Ένα μπουκάλι παλιό ~, παλαιάς εσοδείας. Δυνατό / ελαφρύ ~. Ξύνισε το ~. Ποτήρι του κρασιού. Ένα ποτήρι ~. Bάλε μου ένα ~! Tον χτύπησε το ~ στο κεφάλι, ζαλίστηκε ή μέθυσε. Δε μιλάει αυτός, μιλάει το ~, για μεθυσμένο. Έκοψε το ~, για κπ. που έπαψε να πίνει. ΦΡ βάζω νερό* στο ~ μου. καλά κρασιά!, ως απάντηση σε κπ. που λέει ασυναρτησίες ή ως έκφραση απογοήτευσης για κτ. που δε φαίνεται να πραγματοποιείται. κρασάκι το YΠΟKΟΡ: Πίνουμε ένα ~;

[μσν. κρασί(ν) < κρασίον < κράσιον (μετακ. τόνου αναλ. προς τα -ίον: ψωμίον, τυρίον) υποκορ. του αρχ. κρᾶσ(ις) `ανάμειξη΄ (π.χ. κρασιού με νερό) -ιον]

κρασίλα η [krasíla] Ο25α : η υπερβολικά έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά που αναδίδει το κρασί και συνηθέστερα αυτός που έχει πιει πολύ κρασί.

[κρασ(ί) -ίλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες