Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κοχύλι
1 item total
κοχύλι το [koxíli] Ο39 : όστρακο που περιβάλλει το σώμα των περισσότερων μαλακίων.

[αρχ. κογχύλιον με αποβ. του [n] πριν από [x] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go