Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουφός
1 εγγραφή
κουφός -ή -ό [kufós] Ε1 : που έχει πρόβλημα με την ακοή του, που δεν ακούει καλά ή δεν ακούει καθόλου: Είναι ~ από το ένα αυτί. Είμαι λιγάκι ~, μίλα πιο δυνατά. Σαν να μιλάς σε κουφό, για άνθρωπο πεισματάρη, που αρνείται να ακούσει συμβουλές ή να δεχτεί κριτική. (έκφρ.) κάνω τον κουφό, υποκρίνομαι πως δεν καταλαβαίνω κτ. που δε με συμφέρει. ΠAΡ Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, για τους αδιάφορους σε συμβουλές, νουθετήσεις, παρακλήσεις κτλ. || (ως ουσ., προφ., λαϊκ.) το κουφό, για κτ. ανόητο, παράλογο ή παράδοξο: Άκουσα ένα κουφό σήμερα.

[μσν. κουφός < αρχ. κωφός ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [f] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες